Μεσογειακό κλίμα και βλάστηση

(το άρθρο έχει σκοπό να κάνει μια αναφορά στο κλίμα, τη βλάστηση και κάποιες εξελικτικές διαδικασίες στις περιοχές με μεσογειακό κλίμα και όχι εξαντλητική αναφορά σε όλα τα είδη φυτών των οικοσυστημάτων των περιοχών με μεσογειακό κλίμα. Ίσως ακολουθήσουν και άλλα με μεγαλύτερη εξειδίκευση και περισσότερες λεπτομέρειες…)

Μεσογειακο κλιμα

Το μεσογειακό κλίμα χαρακτηρίζεται από υγρούς, ήπιους χειμώνες και μεγάλα, θερμά, ξηρά καλοκαίρια. Το μεγαλύτερο μέρος των ετήσιων βροχοπτώσεων σημειώνεται το χειμώνα και οι μήνες ξηρασίας μπορεί να είναι πολλοί, με την εξαίρεση θερινών καταιγίδων. Λόγω της παρατεταμένης καλοκαιρινής ξηρασίας οι πυρκαγιές είναι, επίσης, χαρακτηριστικό φαινόμενο του μεσογειακού κλίματος.

Αυτός το τύπος κλίματος εμφανίζεται στη λεκάνη της Μεσογείου, από όπου πήρε και το όνομά του, αλλά και σε 4 ακόμα περιοχές του πλανήτη. Σε μεγάλο μέρος της Καλιφόρνια, στην κεντρική Χιλή, σε μέρος της δυτικής και νότιoδυτικής Αυστραλίας και στη νοτιοδυτική Νότιο Αφρική.

Κύριοι παράγοντες που καθορίζουν τη διαμόρφωση των μεσογειακών κλιματικών συνθηκών, είναι η ατμοσφαιρική κυκλοφορία, το γεωγραφικό πλάτος, το ανάγλυφο και οι θερμοκρασίες επιφανειακών υδάτων των γύρω θαλάσσιων όγκων.

Σε αυτά τα πλαίσια, παρατηρούμε ότι σε όλες τις περιπτώσεις, το μεσογειακό κλίμα εμφανίζεται σε περιοχές στα δυτικά των Ηπείρων σε γεωγραφικό πλάτος 30 με 40 μοίρες, και στα δύο ημισφαίρια και σε περιοχές κοντά σε μεγάλους όγκους νερού.

Όλα τα μεσογειακά κλίματα συνδέονται με τα υποτροπικά υψηλά των ωκεανών. Το υψηλό του Ατλαντικού (αντικυκλώνας των Αζορών) σχετίζεται με το κλίμα της μεσογειακής λεκάνης, το υψηλό του Νότιου Ατλαντικού με το κλίμα της νοτιοδυτικής Νότιας Αφρικής, το υψηλό του Βόρειου Ειρηνικού με το κλίμα της Καλιφόρνια, ενώ το υψηλό του Νότιου Ειρηνικού με το κλίμα της Χιλής και του Ινδικού με της Αυστραλίας. Στα ίδια υψηλά, εκτός από την ξηρότητα των μεσογειακών κλιμάτων οφείλεται και η διαμόρφωση των ερήμων των υποτροπικών περιοχών του πλανήτη – αντίστοιχα Σαχάρα, Ναμίμπ, Σονόρα, Ατακάμα και οι έρημοι της δυτικής Αυστραλίας.

Βεβαίως, παρά τα κοινά χαρακτηριστικά, δε λείπουν και οι διαφορές μεταξύ των παραπάνω τύπων μεσογειακού κλίματος, τόσο μεταξύ, όσο και εντός των περιοχών, που αναφέρθηκαν. Σε κάθε περίπτωση, οι τρεις περιοχές του Νοτίου ημισφαιρίου εμφανίζουν πιο εύκρατο κλίμα, στη Νότιο Αφρική και την Αυστραλία οι καλοκαιρινές βροχές είναι περισσότερες από τις άλλες περιοχές, στη Χιλή και την Καλιφόρνια, είναι συχνή η καλοκαιρινή, θαλασσινή ομίχλη. Στη λεκάνη της Μεσογείου, από την άλλη πλευρά, ιδιαίτερα στα βόρεια και ανατολικά, το κλίμα είναι πιο κοντά στο ηπειρωτικό και δεν είναι σπάνιοι οι ξαφνικοί παγετοί. Διαφορετικός είναι και ο βαθμός βιογεωγραφικής απομόνωσης για τις διάφορες περιοχές (μεγαλύτερος στην Αυστραλία, ακολουθούν Ν. Αφρική, Χιλή, Καλιφόρνια και τέλος οι Μεσόγειακές περιοχές)


Στοιχεια παλαιοκλιματολογιας

Το κλίµα της Γης στην αρχή του Ηώκαινου (55 εκατοµµύρια έτη πριν) ήταν αρκετά θερμότερο από σήµερα. Στη συνέχεια παρατηρείται μια μακροχρόνια τάση μείωσης της θερµοκρασίας. Στα 34 εκατοµµύρια έτη πριν δηµιουργήθηκαν οι παγετώνες της Ανταρκτικής, ενώ 2,6 εκατοµµύρια έτη πριν (Πλειοκαινο – Πλειστόκαινο) αναπτύχθηκαν και οι παγετώνες του βορείου ηµισφαιρίου. Από τότε αρχίζει και η τελευταία γεωλογική περίοδος του Τεταρτογενούς, µε τις εναλλαγές μεταξύ µεσοπαγετωδών και παγετωδών περιόδων.

Απολιθώματα και παλαιοντολογικά ευρήματα υποδεικνύουν ότι τα μεσογειακά κλίματα άρχισαν να διαμορφώνονται πρόσφατα, τα τελευταία 5-10 εκατ. χρόνια (άλλες πηγές αναφέρουν πολύ πιο πρόσφατα, γύρω στα 3 εκ. έτη), όταν άρχισε να παρατηρείται η τάση μείωσης της θερμοκρασίας μετά τα υψηλά του Παλαιόκαινου – Ηωκαίνου, και κυρίως λόγω των αλλαγών στην κυκλοφορία αέριων μαζών μετά το σχηματισμό των παγετώνων στους πόλους στα τέλη του Πλειόκαινου.


Μορφολογια και συσταση εδαφους σε περιοχες με μεσογειακο κλιμα

Τα 5 σημεία του πλανήτη που εμφανίζουν μεσογειακό κλίμα, παρουσιάζουν επίσης ομοιότητες ως προς την ποιότητα των εδαφών τους.

Τα εδάφη της Νότιας Αφρικής και της Αυστραλίας είναι παλαιότερα από της Μεσογείου, της Καλιφόρνια και της Χιλής. Στις τελευταίες το ανάγλυφο σχηματίστηκε σχετικά πρόσφατα – κατά το Τριτογενές και το Τεταρτογενές, ενώ στις πρώτες μόνο η παραθαλάσσια ζώνη είναι τόσο πρόσφατη. Η συχνότητα των βροχοπτώσεων στα μεσογειακά κλίματα κατά την Καινοζωικό αιώνα, οδήγησε, παρ’ όλα αυτά, σε ανάλογες διαδικασίες διαμόρφωσης του εδάφους, οδηγώντας σε πολλές ομοιότητες μεταξύ των περιοχών αυτών. Οι πυρκαγιές, από την άλλη πλευρά, στοιχείο κοινό σε όλες τις μεσογειακές περιοχές, επηρεάζουν τον κύκλο των θρεπτικών συστατικών του εδάφους, ειδικά του αζώτου και του φωσφόρου, προσδίδοντας ένα ακόμα κοινό – σε κάποιο βαθμό – χαρακτηριστικό στις περιοχές αυτές – εδάφη όχι ιδιαίτερα πλούσια.

Διαφοροποιήσεις υπάρχουν, σε κάθε περίπτωση, με τη Χιλή και την Καλιφόρνια να έχουν περισσότερο γόνιμα εδάφη, σε αντίθεση με τη Ν. Αφρική και την Αυστραλία που έχουν μάλλον φτωχά και όξινα εδάφη. Οι περιοχές της Μεσογείου έχουν κατά κύριο λόγο ασβεστολιθικά εδάφη, αλλά εμφανίζουν και περιοχές με ουδέτερο ή όξινο έδαφος.

Όσον αφορά τη μορφολογία του εδάφους, κάποιες από τις υπό συζήτηση περιοχές εμφανίζουν αναλογίες στο ανάγλυφο (Καλιφόρνια - Χιλή κυρίως αλλά και Ν. Αφρική - δυτική Αυστραλία). Η Νότια Αυστραλία πάλι είναι πιο επίπεδη, περισσότερο από οποιαδήποτε περιοχή με μεσογειακό κλίμα. Η λεκάνη της Μεσογείου εμφανίζει όλους τους τύπους μορφολογίας.


Μεσογειακα οικοσυστηματα, εξελιξη και προσαρμογη

Γενικά
Οι μεσογειακές περιοχές εμφανίστηκαν ανεξάρτητα και σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους, η βλάστηση θεωρείται ότι προέρχεται από προηγούμενη βλάστηση των ίδιων των περιοχών και από μετανάστευση βλάστησης από τις γύρω ή και από μακρινότερες περιοχές λόγω των πιέσεων από τις καιρικές συνθήκες.

Περισσότερο η λεκάνη της Μεσογείου και λιγότερο η Χιλή και η Καλιφόρνια υπέστησαν έντονες αλλαγές σχετικά πρόσφατα, με αλλαγή του ανάγλυφου, τεκτονικές διαδικασίες και παγετώνες.

Λόγω της επαναλαμβανόμενης μετανάστευσης της βλάστησης κατά τις παγετώδεις και μεσοπαγετώδεις περιόδους, στη χλωρίδα των περιοχών περιλαμβάνονται:

- Ήδη υφιστάμενα είδη που ανέπτυξαν εξελικτικούς μηχανισμούς μετά τη διαμόρφωση του μεσογειακού κλίματος και προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις ιδιαιτερότητές του
- Ήδη υφιστάμενα είδη που είχαν νωρίτερα εξελιχθεί κατά τέτοιο τρόπο που τους επέτρεψε να επιβιώσουν στις συνθήκες του νέου κλίματος
- Είδη από γύρω περιοχές που μετανάστευσαν, λόγω της αλλαγής των κλιματικών συνθηκών που έκαναν το προηγούμενο σημείο όπου ζούσαν πολύ ψυχρό ή υπερβολικά ξηρό.

Η Αυστραλία και η Νότια Αφρική δεν υπέστησαν τέτοιου είδους δοκιμασίες πρόσφατα και πολλά από τα γηγενή είδη των περιοχών αυτών παρουσιάζουν χαρακτηριστικά που τα διαφοροποιούν από την πλειοψηφία των μεσογειακών ειδών (κάποια, π.χ. αναπτύσσονται κυρίως το καλοκαίρι, σε αντίθεση με τα περισσότερα μεσογειακά είδη)

Τα μεσογειακά οικοσυστήματα παρουσιάζουν μεγάλη βιοποικιλότητα και μεγάλο βαθμό ενδημικότητας, που ενδεχομένως εξηγούνται από κάποια από τα παραπάνω. Καταλαμβάνουν λιγότερο από το 5% της επιφάνειας της Γης, παρ’ όλα αυτά, περιλαμβάνουν περίπου το 20% της παγκόσμιας χλωρίδας

Σε όλες τις περιοχές με μεσογειακό κλίμα, έχει αναπτυχθεί ανάλογου – σε ένα βαθμό - τύπου χαρακτηριστική βλάστηση. Κυριαρχούν ξυλώδεις, αειθαλείς θάμνοι, με φύλλα πλατιά, μικρά, σκληρά και δύσκαμπτα (σκληρόφυλλοι), που παρουσιάζουν έντονα χαρακτηριστικά προσαρμογής στις ιδιαιτερότητες του κλίματος. Επιπλέον, η χλωρίδα των περιοχών αυτών παρουσιάζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, πολλά φυτά είναι ενδημικά των αντίστοιχων περιοχών και παρουσιάζουν σημαντική ποικιλότητα και εντός της ίδιας της περιοχής.

Δομές βλάστησης
Τα μεσογειακά οικοσυστήματα περιλαμβάνουν διάφορες δομές βλάστησης: Δάση, θαμνώδεις εκτάσεις, εκτάσεις με μικρότερους θάμνους, πόες.

Δάση: Μικτά Δάση στην Καλιφόρνια και τη λεκάνη της Μεσογείου. Στη Μεσόγειο, ενδεικτικά στην Ελλάδα, σε μεγαλύτερα υψόμετρα κυριαρχούν οι φυλλοβόλες βελανιδιές (Quercus spp.), τα σφενδάμια (Acer spp), οι φλαμουριές (Tilia spp), η καστανιά (Castanea spp), η καρυδιά (Juglans spp), χαμηλότερα δάση κωνοφόρων (πολύ συχνά τα πεύκα (Pinus spp). Πεύκα, φυλλοβόλες βελανιδιές (Quercus spp.) και καρυδιές εκτός από τις περιοχές της Μεσογείου είναι επίσης κοινά στην Καλιφόρνια (η οποία έχει και ένα ενδημικό είδος καρυδιάς), Ο υπώροφος αποτελείται είτε από φρύγανα, είτε από τα αείφυλλα σκληρόφυλλα είδη, που περιγράφονται παρακάτω. Συναντώνται επίσης παρόχθια δάση φυλλοβόλων, η παρουσία των οποίων οφείλεται αποκλειστικά στην ύπαρξη του νερού. Στην Αυστραλία συχνά είναι τα δάση ευκαλύπτων, στη Χιλή δάση Nothofagus spp.

Λιβάδια: Κυρίως τα λιβάδια της κοιλάδας της Καλιφόρνια εκπροσωπούν τα μεσογειακά συστήματα σε αυτή την κατηγορία.

Θαμνώδεις εκτάσεις: Το χαρακτηριστικότερο είδος βλάστησης των μεσογειακών οικοσυστημάτων. Κυριαρχούν ξυλώδεις, αειθαλείς, σκληρόφυλλοι θάμνοι ή μικρά δέντρα, που έχουν αναπτύξει διάφορες στρατηγικές ανάπτυξης και χρησιμοποίησης των διαθέσιμων υδάτων κατά τη θερινή ξηρή περίοδο. Ονομάζονται μακία βλάστηση στη Μεσόγειο, chaparral στην Καλιφόρνια, matorral στη Χιλή, fynbos στη Νότιο Αφρική, και mallee και kwongan στην Αυστραλία.

Χαρακτηριστική μακία βλάστηση είναι η αγριελιά (Olea europaea), η κουμαριά (Arbutus spp), η χαρουπιά (Ceratonia siliqua), η δάφνη (Laurus nobilis), ο σχίνος (Pistacia lentiscus), οι άρκευθοι (Juniperus), τα φιλλύκια (Phyllirea latifolia), η αγριοτσικουδιά (Pistacia terebinthus), η αριά (Quercus ilex)

Χαρακτηριστικά είδη chaparral: Ceanothus spp (κυρίως Ceanothus tomentosus), Big-berry manzanita (Arctostaphylos glauca), Scrub oak (Quercus berberidifolia), Chamise (Adenostoma fasciculatum) , Silk-tassel bush (Garrya flavescens), Garrya veatchii, Mountain-mahogany (Cerocarpus betuloides)

Χαρακτηριστικά είδη matorral: Litre (Lithraea venenosa), Quillay or Soapbark Tree (Quillaja saponaria), cactus (Echinopsis chiloensis), bromeliads (Puya spp). Δέντρα αυτής της κατηγορίας: Peumo (Cryptocarya alba), Boldo (Peumus boldus), Mayten (Maytenus boaria), Chilean Wine Palm (Jubaea chilensis).

Χαρακτηριστικά είδη mallee: Mallee eucalypts, που συνήθως δεν είναι πάνω από 6 μέτρα σε ύψος. Επίσης Melaleuca spp, Acacia spp, Hakea spp, Dryandra spp, Banksia spp και Isopogon spp.

Τα Fynbos θεωρούνται από τα πιο πλούσια οικοσυστήματα, με εξαιρετικά αυξημένο αριθμό ενδημικών ειδών και ποικιλότητα που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τα τροπικά δάση. Κάποια είδη: Protea spp, Cyclopia spp, Leucospermum spp, Erica spp, Leucadendron spp

Μικρότεροι θάμνοι: Συνήθως χαμηλοί και αραιοί, με μικρά φύλλα και αγκαθωτά κλαδιά. Εμφανίζονται κατά κύριο λόγο κοντά στις ακτές και έχουν προσαρμοστεί στο αλάτι και τον αέρα. Αυτού του είδους η βλάστηση γύρω από τη Μεσόγειο είναι γνωστή ως φρύγανα στην Ελλάδα, garrigue στη Γαλλία, gariga στην Ιταλία, tomillares στην Ισπανία batha στο Ισραήλ, ενώ στις άλλες περιοχές με μεσογειακό κλίμα καλείται soft chaparral, στην Καλιφόρνια, strandveld στη Ν. Αφρική, coastal matorral στη Χιλή και sand-heath και kwongan στην Αυστραλία. Χαρακτηριστικά φρύγανα στην Ελλάδα: Θυµάρι, ρίγανη, λεβάντα, φασκοµηλιά, θρούµπα, γαλατσίδα, ασφάκα, γαλαστοιβή, λαδανιά, λυχναράκι, αφάνα. Ανάμεσα σε αυτό το είδος βλάστησης αναπτύσσονται και πολλά ποώδη είδη.

Μερικά φυτά από περιοχές με μεσογειακό κλίμα από τη βιβλιοθήκη
Από Μεσόγειο:


Από Χιλή:


Από Αυστραλία:
Acacia Saligna, Αυστραλία Eremophila nivea

Από Ν. Αφρική:
Carpobrotus acinaciformis

Από Καλιφόρνια:


Προσαρμοστικοί μηχανισμοί στο κλίμα
Τα περισσότερα από τα παραπάνω φυτά έχουν αναπτύξει προσαρμοστικούς μηχανισμούς στην καλοκαιρινή ξηρασία.

Σε αυτά τα πλαίσια, η αειφυλλία των χαρακτηριστικών θάμνων εξυπηρετεί στην εξοικονόμηση του νερού που θα χρειάζονταν για την έκπτυξη νέων φύλλων στην αρχή της βλαστικής περιόδου, την άνοιξη (εξασφαλίζεται μέχρι και 5πλασια ποσότητα νερού).

Επιπλέον συνήθως έχουν βαθιές ρίζες, για να απορροφούν το νερό από τα βαθύτερα στρώµατα του εδάφους, ενώ τα µικρά και δερµατώδη φύλλα περιορίζουν τη διαπνοή (απώλεια νερού µέσω των στοµάτων των φύλλων).

Σε περιόδους ξηρασίας έχουν την ιδιότητα να κλείνουν τα στόματα των φύλλων, σταματώντας τη διαδικασία της διαπνοής, αναστέλλοντας τη βιολογική τους δραστηριότητα.

Κάποια είδη, επιπλέον, για να ελέγξουν τα υδατικά αποθέματα του εδάφους, διαχέουν στο έδαφος ουσίες ανασταλτικές για τη βλάστηση σπόρων και την ανάπτυξη νεαρών φυτών, διασφαλίζοντας την υγρασία του εδάφους.

Τα φρύγανα, από την άλλη πλευρά, έχουν ως βασικό χαρακτηριστικό τον εποχιακό διµορφισµό, εµφανίζουν, δηλαδή διαφορετική µορφή το χειµώνα απ’ ότι το καλοκαίρι, προκειµένου να αντιµετωπίσουν την ξηρασία. Το χειµώνα έχουν µεγάλα φύλλα, που πέφτουν στα τέλη της άνοιξης, ενώ το καλοκαίρι εμφανίζουν µικρότερα. Με αυτό τον τρόπο περιορίζουν τη διαπνοή και εξοικονοµούν νερό. Τα πολλά ετήσια φυτά, πάλι, που απαντώνται στα φρύγανα, έχουν ήδη ρίξει σπόρους το καλοκαίρι - δεν έχουν άρα απαιτήσεις για νερό - και βλασταίνουν το φθινόπωρο µε τις πρώτες βροχές.

Άλλα είδη των περιοχών, έχουν φύλλα γκρι ή πολύ ανοιχτόχρωμα (π.χ. Eremophila spp), που αντανακλούν το φως και ελαχιστοποιούν την εξάτμιση του νερού ή ρίχνουν τα φύλλα τους την ξηρή περίοδο προκειμένου να κερδίσουν υγρασία (π.χ. κάποια Quercus spp), ενώ κάποια (π.χ. Cistus spp, Quercus spp, Ceanothus spp) αλλάζουν προσανατολισμό στα φύλλα σε περιόδους ξηρασίας προκειμένου να μειώσουν τα επίπεδα ηλιακού φωτός που προσλαμβάνουν.

Οι έντονες ομοιότητες στα χαρακτηριστικά μέρους της χλωρίδας των περιοχών έχουν οδηγήσει σε θεωρίες περί εξελικτικής σύγκλισης λόγω του κλίματος. Πρόσφατες έρευνες μοριακής φυλογενετικής, όμως, αποδεικνύουν ότι κάποια χαρακτηριστικά, όπως η σκληροφυλλία - που θεωρούνταν χαρακτηριστικά εξελικτικών διεργασιών λόγω του κλίματος, προϋπήρχαν της διαμόρφωσης του μεσογειακού κλίματος, επομένως ενδεχομένως πρόκειται για ήδη υφιστάμενα στις περιοχές είδη που είχαν νωρίτερα εξελιχθεί κατά τέτοιο τρόπο που τους επέτρεψε να επιβιώσουν στις συνθήκες του νέου κλίματος. Σε κάθε περίπτωση, περαιτέρω φυλογενετική διερεύνηση των μεσογειακών ειδών, φαίνεται πως θα είχε ενδιαφέρον.

Πυρκαγιές ως φυσικό φαινόμενο και εξελικτικοί μηχανισμοί προσαρμογής
Οι κλιματολογικές συνθήκες ξηρασίας κατά τη θερινή περίοδο σε συνδυασμό με τις εύλεκτες ποσότητες βιομάζας που αναπτύσσονται στα μεσογειακά οικοσυστήματα (ικανές ποσότητες ξηρής βιομάζας, σε συνδυασμό με εύλεκτες ουσίες όπως ρητίνες και έλαια) κάνουν εύκολη την εκδήλωση πυρκαγιάς, είτε από φυσικά είτε, πλέον, μετά την εμφάνιση του ανθρώπου, από ανθροπογενή αίτια.

Δεδομένου ότι τα φυτά, από την αρχή της ιστορίας της εξέλιξής τους έρχονταν αντιμέτωπα με τις πυρκαγιές, έχουν αναπτύξει μηχανισμούς προσαρμογής σε περίπτωση πυρκαγιάς.

Σε αυτά τα πλαίσια, στα μεσογειακά κλίματα έχει αναπτυχθεί η πυρόφυτη βλάστηση που παρουσιάζει μεγάλο βαθμό προσαρμογής στις πυρκαγιές.

Υπάρχουν δυο βασικές μορφές πυρόφυτων:

Τα παθητικά πυρόφυτα, τα οποία έχουν αναπτύξει ιδιαίτερη αντοχή στις υψηλές θερμοκρασίες αλλά και στις ίδιες τις φλόγες. Ορισμένα είδη αντέχουν τις υψηλές θερμοκρασίες χάρη στον παχύ φλοιό τους (φελλοφόρος δρυς), άλλα αναφλέγονται δύσκολα γιατί έχουν πολύ σκληρό ξύλο (ίταμος και κάποιες δρύες) ή υψηλή περιεκτικότητα μεταλλικών στοιχείων στο ξύλο τους (αλμυρίκι), άλλα φυλάσσουν τα αναπαραγωγικά τους όργανα στο έδαφος (κάποιες φτέρες, γεώφυτα).

Στα γεώφυτα των μεσογεικών κλιμάτων, συνήθως η περίοδος νάρκης συμπίπτει με την περίοδο πυρκαγιών, επομένως έχουν μεγάλες πιθανότητες να μην επηρεαστούν από τη φωτιά. Επίσης, πολλά τέτοια είδη αντιδρούν θετικά στη φωτιά, υπό την έννοια ότι ανθίζουν με μεγαλύτερη συχνότητα μετά από φωτιά, ενώ υπάρχει ένα είδος στη Χιλή (Cyrtanthus ventricosus) που ανθίζει αμέσως (και μόνο) μετά τη φωτιά.

Τα ενεργητικά πυρόφυτα, τα οποία ενεργοποιούν τους αναπαραγωγικούς τους μηχανισμούς αμέσως μετά τη φωτιά, είτε μέσω ριζοβλάστησης και πρεμνοβλάστησης, είτε μέσω προστατευόμενων σπόρων ή σπόρων η φυτρωτικότητα των οποίων ενεργοποιείται με τη φωτιά ή τον καπνό.

Πολλά φυτά σε αυτή την κατηγορία συνήθως καίγονται εύκολα, λόγω της ρητίνης και των ελαίων που περιέχουν, αλλά η βλαστητική ανάπτυξή τους ευνοείται από την πυρκαγιά. Το πουρνάρι παράγει μετά τη φωτιά νέους βλαστούς από τη βάση του κορμού και τις ρίζες. Η κουμαριά, τα ρείκια, οι άρκευθοι, το φυλίκι, ο σχίνος δημιουργούν ριζώματα που βρίσκονται σε αδράνεια επί πολλά χρόνια. Μετά τη φωτιά, τα ριζώματα δίνουν μέσα σε λίγες μέρες τα πρώτα βλαστάρια. Η ταχύτητα αύξησης των νέων βλαστών είναι πολύ μεγάλη. Στο τέλος της επόμενης από την πυρκαγιά βλαστητικής περιόδου φθάνουν σε ύψος μέχρι και 60% του μητρικού φυτού.

Ανάλογα, στην Αυστραλία το Mountain Grey Gum (Eucalyptus cypellocarpa), μετά από φωτιά, δίνει βλαστούς με νέα φύλλα σε όλο το μήκος του δέντρου, από τη βάση μέχρι την κορυφή. Άλλα είδη της Αυστραλίας έχουν, επίσης, προσαρμοστεί βλασταίνοντας από τη βάση μετά από φωτιά.

Σχεδόν όλα τα είδη matorral της Χιλής, αλλά και πολλά είδη chaparral στην Καλιφόρνια έχουν την ιδιότητα να βλασταίνουν από τη βάση μετά από φωτιά.

Σημειώνεται, από την άλλη πλευρά, ότι η δυνατότητα των φυτών να βλασταίνουν από τη βάση, αν και πολλοί ερευνητές θεωρούν ότι είναι εξελικτικό χαρακτηριστικό προσαρμογής στη φωτιά, άλλοι θεωρούν ότι θα μπορούσε να αποτελεί άμυνα σχετιζόμενη με άλλους παράγοντες, όπως η παρατεταμένη ξηρασία ή η καταστροφή του υπέργειου μέρους των φυτών από φυτοφάγα ζώα.

Στην ομάδα των ενεργητικών πυρόφυτων με διασπορά σπόρων που ευνοείται από τη φωτιά ανήκουν κάποια είδη πεύκων, όπως η χαλέπιος. Ενώ σε όλα σχεδόν τα φυτά, οι ώριμοι καρποί πέφτουν στο έδαφος στα θερμόβια πεύκα, το 30% των ώριμων κώνων παραμένει κλειστό στο δέντρο έως και 5 χρόνια. Στην περίπτωση πυρκαγιάς, διεγείρονται ειδικοί μηχανισμοί και τα κουκουνάρια ανοίγουν, διασκορπίζοντας μερικές χιλιάδες σπόρους σε έκταση 4 στρεμμάτων γύρω από κάθε δέντρο.

Τέτοιοι μηχανισμοί υπάρχουν σε μεγάλο βαθμό σε φυτά όλων των περιοχών με μεσογειακό κλίμα, με εξαίρεση τη Χιλή, όπου είναι σπάνιοι.

Στην κατηγορία των ειδών με σπόρους σε νάρκη, η βλάστηση των οποίων διεγείρεται από τη θερμότητα της φωτιάς ή από τις χημικές ουσίες που περιέχονται στον καπνό, ανήκουν τα περισσότερα είδη Fynbos πολλά είδη chaparral στην Καλιφόρνια, είδη kwongan στην Αυστραλία και σπανίζουν στη Χιλή.

Αξιοσημείωτο είναι ότι τα περισσότερα είδη Fynbos παράγουν σπόρους που μόνο με συνθήκες φωτιάς μπορούν να βλαστήσουν. Θεωρείται μάλιστα, ότι αυτά τα φυτά μπορεί να εξελίχθηκαν κατά αυτό τον τρόπο αφενός ως προσαρμογή στις συχνές πυρκαγιές και αφετέρου λόγω των φτωχών σε θρεπτικά συστατικά εδαφών στα οποία αναπτύσσονται. Φαίνεται ότι είναι πιο αποτελεσματικό να παράγουν πολλούς σπόρους παρά να επενδύσουν μεγάλα ποσά ενέργειας για την προσαρμογή των ριζών τους ώστε να επιβιώσουν σε συνθήκες φωτιάς, τη στιγμή που το φτωχό υπόστρωμα θα είναι δύσκολο να προσφέρει στο φυτό τα στοιχεία που χρειάζεται για να ανακάμψει. Πολλά είδη διατηρούν τους σπόρους πάνω στο φυτό για τουλάχιστον ένα έτος, ενώ γύρω στο 30% των φυτών παράγουν σπόρους με έλαια που προσελκύουν μυρμήγκια, τα οποία μεταφέρουν τους σπόρους στη φωλιά τους, όπου και θα είναι προστατευμένοι από ενδεχόμενη φωτιά για να βλαστήσουν στη συνέχεια.

Από την άλλη πλευρά, αξιοσημείωτο είναι ότι έχει παρατηρηθεί ότι θάμνοι που προκαλούν το φαινόμενο της αλληλοπάθειας, χρειάζονται αυξημένο χρόνο – 2-3 έτη – για να αναγεννηθούν, δίνοντας τον απαιτούμενο χρόνο στα άλλα είδη να απαπτυχθούν.

Οι πυρκαγιές, επομένως, στα μεσογειακά οικοσυστήματα φαίνεται να είναι φυσικό φαινόμενο και να αποτελούν προϋπόθεση για την έναρξη ενός νέου κύκλου ανάπτυξης και εξέλιξης αυτών των οικοσυστημάτων. Γιατί η μεγάλη πυκνότητα των θάμνων και / ή η αλληλοπάθεια δεν αφήνει τους σπόρους άλλων φυτών να αναπτυχθούν. Θα πρέπει με κάποιο τρόπο να απελευθερωθεί το έδαφος και αυτό γίνεται με μια πυρκαγιά.

Εκείνο που θεωρείται ότι αποτελεί πρόβλημα, λοιπόν, είναι η συχνότητα με την οποία καίγονται τα δάση, ιδίως όταν αυτό γίνεται πριν φθάσουν στο στάδιο της βιολογικής ωρίμανσης ώστε να είναι σε θέση να αναγεννηθούν.
Μόνο οι εγγεγραμμένοι χρήστες μπορούν να δημοσιεύσουν σχόλια. Θα πρέπει να εγγραφείτε για να ενεργοποιηθεί η δυνατότητα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο